τετρηρης

τετρηρης
    τετρήρης
    τετρ-ήρης
    I
    2
    с четырьмя рядами весел Polyb.
    II
    ἥ тетрера (судно с четырьмя рядами весел) Arst., Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τετρηρης" в других словарях:

  • τετρήρης — quadrireme fem acc pl (attic epic doric) τετρήρης quadrireme fem nom/voc pl (doric aeolic) τετρήρης quadrireme fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρήρης — και δωρ. τ. τετρήρευς, ἡ, Α πολεμικό πλοίο με τέσσερεις συνεχείς σειρές κουπιών («τούτων ἦσαν τετρήρεις μὲν ἐνενήκοντα, πεντήρεις δὲ δέκα», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ήρης (II)*, πρβλ. τρι ήρης] …   Dictionary of Greek

  • τετρήρη — τετρήρης quadrireme fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) τετρήρης quadrireme fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρήρεις — τετρήρης quadrireme fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρήρεσι — τετρήρης quadrireme fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρήρους — τετρήρης quadrireme fem gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρηρικός — ή, όν, Α [τετρήρης] 1. αυτός που μοιάζει με τετρήρη 2. φρ. «τετρηρικὸν πλοῑον» τετρήρης …   Dictionary of Greek

  • Hellenistic-era warships — The famous 2nd century BC Nike of Samothrace, standing atop the prow of an oared warship, most probably a trihemiolia. From the 4th century BC on, new types of oared warships appeared in the Mediterranean Sea, superseding the trireme and… …   Wikipedia

  • Cuatrirreme — El cuatrirreme (griego antiguo τετρήρης, tetrērēs; latín quadriremis) fue un buque de guerra de la Antigüedad, propulsado a remo. Plinio el Viejo refiere que Aristóteles adscribe su invención a los cartagineses.[1] Aunque la fecha exacta es… …   Wikipedia Español

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»